- όκλασμα
- ὄκλασμα, τὸ (Α) [οκλάζω]είδος περσικού χορού με γοργές κινήσεις, κατά την εκτέλεση τού οποίου ο χορευτής καθόταν, κατά διαστήματα, με κεκαμμένα τα σκέλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὄκλασμα — squatted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)